- κεντροτύπος
- κεντρο-τύπος [ῠ], ον, [voice] Act.,A striking with a goad, Sch.Ar.Nu.449.II proparox., [full] κεντρότῠπος, = μαστιγίας, EM503.47, cf. Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ … Dictionary of Greek
κεντρότυπος — κεντρότυπος, ὁ (Α) αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί, ο μαστιγίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τυπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. θυρό τυπος, σταυρό τυπος] … Dictionary of Greek
κεντροτύπος — striking with a goad masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντροτύπους — κεντροτύπος striking with a goad masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)